- χημικοθεραπευτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία με χημικές ουσίες.2. το θηλ. ως ουσ., χημικοθεραπευτική χημικοθεραπεία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.